Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2009

Αυγουστιάτικη βεγγέρα των απανταχού Πολυσιτιανών

Την Κυριακή 23 Αυγούστου πραγματοποιήθηκε στον Πολύσιτο Ξάνθης η αυγουστιάτικη βεγγέρα, μια εκδήλωση που διοργανώθηκε από τον πολιτιστικό σύλλογο Πολυσίτου, τον σύλλογο γυναικών και το καπή της περιοχής. Σκοπός της εκδήλωσης αυτής ήταν η συγκέντρωση όλων όσων κατάγονται από τον Πολύσιτο και ζουν μακριά από το χωρίο τους αλά και εκείνων που εξακολουθούν να μένουν εκεί. Στόχος των διοργανωτών αυτής της πανέμορφης εκδήλωσης είναι να υπάρχει και συνέχεια, να γίνεται δηλαδή κάθε χρόνο μια ανάλογη συγκέντρωση. Στην αρχή της εκδήλωσης υπήρξε μια ομιλία από την κυρία Μπρατίδου Στέλλα η οποία συγκίνησε με τα λόγια της όλους οσους βρέθηκαν στο χώρο. Σήμερα η Τ δημοσιεύει ολόκληρη την ομιλία της κυρίας Μπρατίδου.




Ονομάζομαι Μπρατίδου Στέλλα, είμαι εγγονή του Αναγνώστη Μιχαηλίδη (Παλκάρης στο παρατσούκλι του) και της Ερασμίας (γητεύτρα, χαρτορίχτρα και Πρακτορείο Ρόιτερ), πρόσφυγες και οι δυο από τις Σοφίδες της Ανατολικής Θράκης.
Γονείς μου, ο Κωνσταντίνος και η Δεσποινιώ, ήρθαν παλικαράκι αυτός και κοπελίτσα η μάνα μου απ’ την πατρίδα, με μόνα υπάρχοντα ένα βοϊδάμαξο γεμάτο ελπίδες επιστροφής, δυο αδελφές με τις προίκες τους και τον αβάσταχτο πόνο του ξεριζωμού.
Είμαι λοιπόν και εγώ Σοφιδιώτσα και η μεσαία κόρη από τις τρεις που επέζησαν την μεταπολεμική φτώχια και την ανύπαρκτη ιατρική φροντίδα.
Σούλα – Αναστασία, τ’ όνομα του άλλου παππού, που είναι θαμμένος εκεί πίσω στην πατρίδα, η μικρότερη αδελφή μου (Βουγιουκλάκη το παρατσούκλι της) και μεγαλύτερη η Χαρτούλα, η μοδίστρα του χωριού, η οποία δυστυχώς έχει Alzheimer και δεν θα μας συνοδεύσει στο ταξίδι των αναμνήσεων (θα χαιρόταν όμως αφάνταστα). Γι’ αυτό και δεν μπόρεσε να με βοηθήσει να μπαλώσω τις τρύπες του δικού μου μυαλού, για να θυμηθώ συγχωριανοί μου και να μνημονεύσω όσους θα ήθελα απόψε σε αυτή την συνάντηση.
Εδώ, θα ήθελα να ευχαριστήσω τους διοργανωτές αυτής της εκδήλωσης για την αξιέπαινη προσπάθειά τους. Είναι ίσως το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε για αυτούς που λείπουν απόψε, γονείς και παππούδες, δηλώνοντας στα εγγόνια τους ότι δεν τους ξεχάσαμε, αλλά συνεχίζουμε τηρώντας τα ήθη και έθιμά τους από τις χαμένες πατρίδες.
Στο μυαλό μου τρικυμία οι αναμνήσεις που μου γλυκαίνουν την καρδιά. Ξέρω! Όλοι είστε συγκινημένοι, βλέπω στα μάτια σας όλες τις θύμισες των παιδικών μας χρόνων. Με κατακλύζουν κι εμένα εικόνες μιας άλλης εποχής, που δεν υπάρχει πια, όχι γιατί μεγαλώσαμε (εγώ νιώθω παιδί απόψε), αλλά γιατί ήταν διαφορετική. Πιο ανθρώπινη, πιο αληθινή, πιο απλή.
Θα αναφερθώ σε ονόματα οικογενειών και θα σχολιάσω τη ζωή μας, τότε στις δεκαετίες 1950-1960 και συγχωρέστε με αν ξεχάσω κάποιους, αλλά ο εγκέφαλός μου και ο χρόνος που μου δώσατε και η υπομονή σας, δεν μου επιτρέπει να επεκταθώ. Απευθύνομαι και ζητώ συγνώμη από τους νεότερους, κυρίως στη δική μου γενιά, μεγαλύτερους ή μικρότερους.
Πολλά πράγματα έρχονται στη μνήμη μου από κείνη την εποχή, όταν εσύ Κερατσούλα και Κερατσούλα, η μία Βενιαμίν της οικογένειας Γραβαρίτη και της Ελένης (σπουδαίος άνθρωπος ο πατέρας σου, ανοιχτό μυαλό), η δε άλλη ακόμη δεν είχε γεννηθεί. Γιαννούλα και Γιώργος οι γονείς της. Εγγονή της Λαμπρινής! και ποιος δεν την ήξερε την Λαμπρινή. Συντρόφευε πάντα τους ετοιμοθάνατους, τους ετοίμαζε και παρηγορούσε τους συγγενείς. Κουβαλούσε όλη την σοφία και την απλότητα εκείνης της εποχής. Τσίρκα Κυρατσώ η άλλη σου γιαγιά από το μεγάλο σόι των Τσιρκέων με τα πολλά παιδιά διάσπαρτα στους πέντε ανέμους.
Θα ήθελα τόσο να δω τον αδελφό σου Κερατσούλα, το Γιωργάκη Γραβαρίτη, να κουβεντιάσουμε για κείνα τα χρόνια. Θυμάμαι η Χρυσούλα του Γιοβανή, η Αναστασία Αλπανίδη, η Τούλα Αμαξοπούλου, η Άννα του Γκλαβά, η Πίπη, που πηγαίναμε παρέες μεροκάματο να βγάλουμε φασόλια στον Ηρακλή τον Μπακιρτζή, χαράματα με τη δροσιά και με τραγούδια.
Μαργαρίτης Αμαξόπουλος, δεν έμεινε στην ιστορία του χωριού μόνο για το καφενείο του, την ταβέρνα, την πίστα, τους χορούς και για το μοναδικό τηλέφωνο που είχε, αλλά κυρίως για το περιβόητο κεραμιδαριό του. Το πρώτο μου ρολόι το πήρα 14-15 χρόνων, μεν το μεροκάματο στο κεραμιδαριό. Ο Θεολόης – Λόης, το πρώτο από τα παιδιά του, και είχε πολλά, επάνω στο άλογο έπαιζε από τότε κλέφτες και αστυνόμους.
Οι γιορτές, τα πανηγύρια, οι τσέργες στα Φατίριακα τέλος Αυγούστου όπως τώρα, στον Αϊ – Θανάση στη Αλμαλί.
Θυμάμαι τα αλώνια, με τις τεράστιες στα μάτια μου σαν πυραμίδες θημωνιές, τα ατέλειωτα συντροφικά νυχτέρια για να καθαρίσουμε το καλαμπόκι, να σπάσουμε τον ήλιο, να τριορίσουμε. Ο Βαταμίδης Θεολόγης είχε το μοναδικό τριόρι της εποχής, εκτός του Παυλέρη, με την γυναίκα του τη Χρυσή και τα παιδιά του Αθηνοδώρα, Αναγνώστης, η Κούλα και η Κυράνθη (σπούδαζε γιατρός στην Πόλη τότε).
Οικογένεια Κουτσουπέτρου, κόρη τους η Ελενίτσα, νοσοκόμα και σύντροφός μου στα πέτρινα χρόνια του Γυμνασίου, η Πόπη, η Ευθαλία, μου λείπουν απόψε, έφυγαν νωρίς.
Στη γωνιά του σπιτιού του παππού και του θείου μου του Θανάση. Τι παιχνίδια αλήθεια δεν παίζαμε τα παιδιά, κουτσομάνκα και ξυπόλυτα, ενώ οι μανάδες μας έκαναν χωρατά και έκοβαν μασάλια μπροστά στις αυλόπορτες, με πρώτο και καλύτερο τα χωρατά της γιαγιάς μου, με δημοσιογράφους αυτήν και την Χρυσή του Θεολόη. Κυνηγούσαμε τα κουνούπια και τις κολοφωτιές με ρεβόλια, λέγαμε παραμύθια και ενίοτε παίζαμε Καραγκιόζη, πληρώνοντας για είσοδο ένα αυγό. Κοντά έμενε και ο Κοντέλλος ο Δημητρός. Παιδιά του ο Φώτης, ο Αλέκος, η Λεμονιά και η Πέπη. Γειτονιά και ο Κοκογκιός, ο Τζαμπατζής, τα Γιοβάνια, η Κρουσταλλένια και φυσικά η σεβάσμια γιαγιά Ελισάβετ που γνώριζε όλα τα βοτάνια και γιάτρευε όλους τους πόνους.
Λίγες ήταν οι μεγάλες γητεύτρες του χωριού, εκτός από την γιαγιά Ελισάβετ, η άλλη ήταν η γιαγιά Γαρφαλιά. Επιβλητική, τρομακτική στα μάτια μας, θυμάσαι Τούλα, ξεμάτιαζε, γιάτρευε τον πονόδοντο, τον κεφαλόπονο, τον κοιλόπονο.
Κιουλουμίδης, Σκοπιανός ο νονός μου. Τέλος ο Ζυγρίδης και η Πηνελόπη με την Ευανθία, την Κούλα, την Φωφώ, το Δημητράκη, το Γιώργο, το Γιάννη καλοί μου φίλοι μέχρι και σήμερα.
Χατζηχανίδης ο πιο ευγενικός και πράος άνθρωπος, καλός γείτονας. Δίπλα, ο άλλος μου θείος, μεγαλύτερος αδελφός της μάνας μου, Μιχαηλίδης Παναγιώτης, σιδηροδρομικός έλεγε, με τα ξαδέρφια μου Ανέστη και Βασιλική.
Αλέξης Αλεξιάδης, ο φόβος και ο τρόμος των παιδιών, με το ούζο στο τεράστιο ζωνάρι του και στο άλλο τη μαγκούρα. Στην πραγματικότητα είχε καρδιά μικρού παιδιού. Άλλα ονόματα που μού ’ρχονται στο μυαλό είναι : Μακρίδης και Χριστίνα, Μακρίδης και Μαργώ. Πιπέλης ο αδελφός της. Τρουλιανέσσα η γιαγιά του Κώστα. Βαταμίδης Αναγνώστης, ο ρωμιός, υπέροχος άνθρωπος, πάντα με το μασάλι στο στόμα. Μπακιρτζής ο γραμματέας για χρόνια στην κοινότητα. Ο αδελφός του Ηρακλής Μπακιρτζής με το αλογόκαρο. Με αυτό μετέφερε τη μάνα μου στο νοσοκομείο της Ξάνθης να γεννήσει. Βαλασίδης και Άννα, αρχοντογυναίκα η μάνα σου Σταμάτη, Κατσανίδες, Παυλέρης, Σαββοπουλαίοι, Σταμπολίδες, Κουρτιδαίοι. Στεργίδης ο φούρναρης, ο παππούς σου Λίτσα, απέναντι ο Παντής με το μοναδικό αυτοκίνητο που μετέφερε το γάλα στην Ξάνθη και εμάς στο Γυμνάσιο.
Μπουντουριδαίοι, η μεγάλη οικογένεια. Γκλαβάς και Τελιώ επίσης μεγάλη οικογένεια. Κάπου στο δρόμο της βόλτας, ο Μαλλιάρας ο Μιχάλης, Τραμπίδης ο Ζαχαρίας, ο Λουπάτατζης, απέναντι ο Τσομπανίδης ο ψάλτης με ο καφενείο «Η δροσιά» και παραδίπλα ο Ματζαράκης, ο Μπρατίδης Γιώργος και Γιάνγκος, άχ! Γιάνγκο, σαν νάταν χθες θυμάμαι το γάμο σου, ακούω τα νταούλια στην αυλή του σπιτιού σας, εσύ ντυμένος γαμπρός, τα πόδια μες το ταψί με κέρματα, να σε ξυρίζουν και να χορεύουν.
Λίγα πράγματα όμως ήταν αυτά που στιγμάτισαν εκείνη την περίοδο και έδωσαν ζωή στο χωριό μας.
- Το ποτάμι, με το κτίσιμο της γέφυρας, με τις πλημμύρες του και το βασικό σημείο συνάντησης για οποιαδήποτε δουλειά της καθημερινότητάς μας. Κολυμπούσαμε, πλέναν τα ρούχα οι γυναίκες, πότιζαν τα ζώα, τα χωράφια και φυσικά ψάρευαν οι πατεράδες μας σε αυτό.
Το ανάχωμα, βουνό στα μάτια μας, κατέληγε σε ένα σημείο, δίπλα στην γέφυρα στο οικόπεδο του Ζουμπούλη και Γούλα, σε ένα χωράφι μας. Εγώ, ο Νότης μας, ξάδερφος, εγγονός και αυτός του Παλκάρη και η Σούλα η αδερφή μου, το μετατρέψαμε σε μία πρώτης τάξης τσουλήθρα, κάνοντας τρύπες στο σορτσάκι του αυτός και εμείς στα καμποτένια βρακιά μας. Η γέφυρα με φόντο το ποτάμι ήταν και το μέρος για τις λίγες και μοναδικές φωτογραφίες εκείνης της εποχής.
- Η λίμνη Βιστωνίδα (γνωστή πια τώρα σε όλους με τα γεγονότα), θυμάστε συγχωριανοί μου δεν μπορεί, πηγαίναμε όλοι μαζί, με βοϊδάμαξα, για το πρώτο και μοναδικό μπάνιο του καλοκαιριού και το τσούξιμο, τα ουρλιαχτά και τους αναστεναγμούς, το βράδυ σε όλο το χωριό, όταν η μάνα μου άπλωνε γιαούρτι στις τσουρουφλισμένες πλάτες μας.
- Αυτό όμως που πραγματικά έδωσε χρώμα, ζωντάνια και παλμό στο χωριό της εποχής που εγώ και η ηλικία μου θυμάται, ήταν η στάση του τραίνου «Γρήγορον» και η βόλτα κάτω από τις γραμμές μέχρι του Κουρτή και αργότερα από του Κιρτσιλιανάκη μέχρι του Αλμπανίδη τον «Σινεμά ο Παράδεισος». Αμέ ! Βλέπαμε σινεμά στην αποθήκη που μετέτρεψε σε αίθουσα Κινηματογράφου αυτός ο χαρισματικός άνθρωπος. Κάθε εβδομάδα τις Κυριακές νωρίς-νωρίς , ντυμένες, θυμάστε! Με τα φουρό μας, λαστέξ μαύρες ζώνες και τα πρώτα μας σουτιέν, βγαίναμε αγκαζέ ομάδες – ομάδες, χώρια κορίτσια και αγόρια τις περισσότερες φορές, να φλερτάρουμε και να τα πούμε. Πόσα ειδύλλια αλήθεια δεν ξετυλίχθηκαν σε αυτή τη βόλτα. Σήμερα η τηλεόραση τα ισοπέδωσε όλα.
Κατά μήκος της γραμμής μέχρι το σταθμό (λειτουργούσε τότε ο σταθμός) γιορτάζαμε πρωτομαγιές και κάναμε στεφάνια με τα άπειρα ζουμπούλια και αγριόκρινους, που φύτρωναν πλούσια στο ντάλικ, τότε πριν ισοπεδώσουν τα πάντα οι φαγάνες και τα τρακτέρ και η αλόγιστη χρήση λιπασμάτων και αφανίσουν κάθε είδος σπάνιας χλωρίδας που είχαμε. Θυμάσαι Τασούλα, δεύτερη κόρη, πρώτη η Ρούλα – Ραλλού, του Σαμουήλα Θανάση και τις Σουλτάνας, τον μπαχτσέ και το ντάλικ πως ήταν παλιά;;;;;
Θυμάμαι μαζεύαμε αγριοκάρδαμο, σέσκουλα και λάπατα από τα ρυάκια του χωριού μας που ανάβλυζαν άφθονα κρυστάλλινα νερά (στο ντάλικ και στους μπαχτσέδες). Το θυμάμαι σαν νάταν χθες. Το νερό ήταν πεντακάθαρο, το πίναμε.
Συγχωριανοί! Φίλοι! Συμμαθητές ας ταξιδέψουμε μαζί απόψε, στα ευχάριστα και πικρά, γλυκά και επώδυνα μονοπάτια του παρελθόντος και ας ξαναζωντανέψουμε με μνήμες την εποχή των παππούδων μας!

Σας ευχαριστώ για την υπομονή σας!
Καλή διασκέδαση !

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου